αρτοφάγος

αρτοφάγος
ος, ο[ν] потребляющий много хлеба

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αρτοφάγος" в других словарях:

  • ἀρτοφάγος — bread eater masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτοφάγοι — ἀρτοφάγος bread eater masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτοφάγους — ἀρτοφάγος bread eater masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαφνηφάγος — δαφνηφάγος, ον (Α) αυτός που έφαγε φύλλα δάφνης, ο εμπνευσμένος από τον Απόλλωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάφνη + φαγος < φαγείν, απαρμφ. αόρ. β τού εσθίω (πρβλ. αρτοφάγος, ιχθυοφάγος, μοσχοφάγος)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»